- ισοπερίμετρος
- -η, -ο (Α ἰσοπερίμετρος, -ον)αυτός που έχει ίση περίμετρο («ισοπερίμετρα σχήματα» — επίπεδα σχήματα που έχουν την ίδια περίμετρο).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσοπερίμετρος — of equal perimeter masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπερίμετρον — ἰσοπερίμετρος of equal perimeter masc/fem acc sg ἰσοπερίμετρος of equal perimeter neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπεριμέτρου — ἰσοπερίμετρος of equal perimeter masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπεριμέτρων — ἰσοπερίμετρος of equal perimeter masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπερίμετρα — ἰσοπερίμετρος of equal perimeter neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσοπερίμετροι — ἰσοπερίμετρος of equal perimeter masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισοπεριμέτρητος — ἰσοπεριμέτρητος, ον (Α) ἰσοπερίμετρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + περιμετρῶ] … Dictionary of Greek
ισοπεριμετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάτι ισοπερίμετρο*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isoperimetric < ισοπερίμετρος*] … Dictionary of Greek
μέτρο — Υπόγειος ηλεκτρικός σιδηρόδρομος, που έχει ως βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τη μεγάλη ταχύτητα μεταφοράς, την πυκνότητα των σταθμών ανάμεσα στην αφετηρία και στο τέρμα (500 1000μ.) καθώς και την αξιοπιστία ως μέσο μεταφοράς. Οι σιδηροδρομικές… … Dictionary of Greek